σπάνις

σπάνις
-εως, η, ΝΑ
σπανιότητα
νεοελλ.
(λόγιος τ.)
1. (οικον.) η ανεπάρκεια τής ποσότητας τών προσφερόμενων αγαθών σε σχέση με τη ζητούμενη ποσότητα τους
2. φρ. α) «σπάνις εισροών» — έλλειψη συντελεστών παραγωγής
β) «σπάνις εκροών»
(οικον.) έλλειψη προϊόντων προς κατανάλωση
αρχ.
1. πείνα («τροφὰς ἐν τῇ μεγάλη σπάνει παρέσχε», επιγρ.)
2. (κατά τους Στωικ.) «ἐπιθυμία ἀτελής»
3. φρ. «οὐ σπάνις... ἔχειν» — δεν υπάρχει έλλειψη ή δυσκολία να...
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. έχει σχηματιστεί < σπάω / σπῶ + επίθημα -νι, ενώ κατ' άλλη άποψη, λιγότερο πιθανή, ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα (σ)παν- τού πένομαι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σπάνις — σπάνῑς , σπάνις scarcity fem acc pl (epic doric ionic aeolic) σπάνις scarcity fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπάνει — σπάνις scarcity fem nom/voc/acc dual (attic epic) σπάνεϊ , σπάνις scarcity fem dat sg (epic ionic) σπάνις scarcity fem dat sg (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπάνεις — σπάνις scarcity fem nom/voc pl (attic epic) σπάνις scarcity fem nom/acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπάνι — σπάνις scarcity fem voc sg σπάνῑ , σπάνις scarcity fem dat sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπάνη — σπάνις scarcity fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπάνης — σπάνις scarcity fem nom/voc pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπάνιν — σπάνις scarcity fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τζαμάικα — Κράτος της κεντρικής Αμερικής. Βρίσκεται νότια της Κούβας και βρέχεται ολόγυρα από την Καραϊβική.Άλλοτε βρετανική αποικία, η Tζαμάικα είναι από τις 6 Aυγούστου 1962 ανεξάρτητο κράτος στο πλαίσιο της βρετανικής Kοινοπολιτείας.Διοικητικά διαιρείται …   Dictionary of Greek

  • σπάνη — ἡ, Α σπανιότητα, σπάνις. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού σπάνις κατά τα θηλ. σε η] …   Dictionary of Greek

  • σπάνι' — σπάνια , σπάνιος rare neut nom/voc/acc pl σπάνιε , σπάνιος rare masc voc sg σπάνιαι , σπάνιος rare fem nom/voc pl σπάνιι , σπάνις scarcity fem dat sg (epic doric ionic aeolic) σπάνιε , σπάνις scarcity fem nom/voc/acc dual (epic doric ionic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”